άλων — ἅλων ( ωνος), η (Α) 1. (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) ἅλως* αλώνι 2. (στον πληθ. το «αλώνι» τού φεγγαριού (βλ. άλως). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική ἅλωνος τού αττικόκλιτου ουσ. ἅλως, ο (βλ. και αλωή). ΠΑΡ. ἁλώνιον. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
ἅλων — plantation fem nom/voc sg ἅλως threshing floor fem gen pl (attic epic ionic) ἅλω̆ν , ἅλως threshing floor fem acc sg (attic epic ionic) ἅ̱λων , ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἅ̱λων , ἁλίσκομαι to be taken aor ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλων' — ἅλωνα , ἅλων plantation fem acc sg ἅλωνι , ἅλων plantation fem dat sg ἅλωνε , ἅλων plantation fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλῶν μέδιμνον ἀποφαγών. — ἁλῶν μέδιμνον ἀποφαγών. См. Человека узнаешь, когда с ним пуд соли съешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀλῶν — Ἄλης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλῶν — Ἅλη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλῶν — ἅλς salt masc/fem gen pl ἁλή salt works fem gen pl ἁ̱λῶν , ἁλής thronged masc/fem/neut gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλων λιμάνι — Παλιά ονομασία του μυχού του Πειραιά, κοντά στις τοποθεσίες Αλαί, απ’ όπου προέρχεται και το όνομα Αλίπεδον και Αλμυρίς. Η άποψη όμως αυτή γύρω από τη θέση του λιμανιού αμφισβητείται, γιατί είναι γνωστό ότι o μυχός του Πειραιά λεγόταν από τους… … Dictionary of Greek
ἁλώνων — ἅλων plantation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλωνα — ἅλων plantation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)